-
1 σαλπιζω
(aor. ἐσάλπιγξα - поздн. ἐσάλπισα, эп. σάλπιγξα)1) трубитьσάλπιγξι σ. Xen. — трубить в трубы;
σ. πολέμου κτυπόν Batr. — протрубить сигнал к бою;ἐπεὴ ἐσάλπιγξε impers. Xen. — когда раздался трубный звук2) громогласно возвещать
См. также в других словарях:
σαλπίζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σαλπίττω και βοιωτ. τ. σαλπίδδω και στους Ταραντίνους σαλπίσσω Α 1. παίζω την σάλπιγγα, ηχώ με την σάλπιγγα 2. σημαίνω παράγγελμα με την σάλπιγγα (α. «και να σαλπίζει η σάλπιγγα πολεμιστήριον ήχο», Παλαμ. β. «ἐσάλπισε τὸ...… … Dictionary of Greek